- ξύστρα
- η (ΑΜ ξύστρα)νεοελλ.1. κάθε εργαλείο που χρησιμεύει για το ξύσιμο και τη λείανση μιας επιφάνειας2. μικρό εργαλείο που κάνει αιχμηρά διάφορα αντικείμενα («ξύστρα για μολύβια»)3. μουσ. κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από ανώμαλη, οδοντωτή επιφάνεια και μία μικρή ράβδο η οποία με το άκρο της «ξύνει», διατρέχει την επιφάνεια αυτήαρχ.1. είδος ξέστρας με λαβή, την οποία χρησιμοποιούσαν μετά το λουτρό για σκούπισμα και στέγνωμα τού σώματος2. όργανο κατάλληλο για έγχυση υγρού φαρμάκου στο αφτί, ωτεγχύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ-, πρβλ. αόρ. ἔ-ξυσ-α τού ξύω + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].
Dictionary of Greek. 2013.